- αξιωματικός
- -ή, -ό (AM ἀξιωματικός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ' αυτά2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικώννεοελλ.Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των αντίστοιχών του) και άνω2. βαθμοφόρος οποιουδήποτε σώματος με στρατιωτική οργάνωση3. όποιος ανήκει στο Τάγμα κάποιου παρασήμουII. φρ. «αξιωματική αντιπολίτευση» — το πρώτο κόμμα (με τους περισσότερους βουλευτές) της Αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλήαρχ.(για λόγο ή αίτηση) ικετευτικός, παρακλητικόςτο αρσ. ως ουσ. αξιωματικόςο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.